- πεζοναυτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες: Πεζοναυτικά γυμνάσια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεζοναυτικός — ή, ό [πεζοναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες 2. αυτός που αποτελείται από πεζοναύτες («πεζοναυτικά αγήματα») … Dictionary of Greek